κλᾶρος

κλᾶρος
κλᾱρος (-ος, -ον, -οισι.)
a estate, inheritance

τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62

μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48

b (casting of) lot

μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς P. 4.190

δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κλάρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλάρος — Αρχαία πόλη στη Λυδία της Μικράς Ασίας, κοντά στην Κολοφώνα, ερείπια της οποίας σώζονται κοντά στο σημερινό Ντεζιρμεντέρε. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών Ελλήνων συγγραφέων (Θουκυδίδη, Παυσανία, Στράβωνα κ.ά.), εκεί βρισκόταν το περίφημο μαντείο …   Dictionary of Greek

  • κλᾶρος — κλῆρος lot masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάρω — Κλάρος masc nom/voc/acc dual Κλάρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кларос — (Κλάρος) в древности местечко в области Колофона, ионийского города на западном берегу Малой Азии, со знаменитым святилищем и оракулом Аполлона …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κλάροι — Κλάρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάροις — Κλάρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάροισι — Κλάρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάροισιν — Κλάρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάρον — Κλάρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλάρου — Κλάρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”